- κέρμης
- ο1. γένος εντόμων που ανήκει στις αφίδες.2. γένος εντόμων που ανήκει στην οικογένεια Kermidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kermes < αραβ. qirmiz].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χέρμης — ο, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία τού εντόμου κέρμης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέρμης] … Dictionary of Greek
κερμεζίτης — ο (ορυκτ.) οξυθειούχο ορυκτό τού αντιμονίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kermesite < kermes «κέρμης» (γένος εντόμων, βλ. λ.) + κατάλ. ite] … Dictionary of Greek
κρεμέζι — και κρεμέζιο, το (Μ κριμίζιν) [κρεμεζής] ερυθρή χρωστική ουσία που εξάγεται από το έντομο κέρμης … Dictionary of Greek
πανάκεια — Γενικό φάρμακο. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι ορισμένα φυτά έχουν σχεδόν μαγικές ιδιότητες για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών και τους έδωσαν το όνομα π. Κατά τον Μεσαίωνα απέδιδαν αποτελεσματική δύναμη εναντίον οποιασδήποτε… … Dictionary of Greek
κοκκίδες — (coccidae). Οικογένεια ημιπτέρων εντόμων της υπόταξης των ομοπτέρων. Περιλαμβάνει τις κοχενίλες και τις παραπλήσιες μορφές, που χαρακτηρίζονται ως ψείρες των φυτών, γιατί ζουν πάνω σε αυτά απομυζώντας τους χυμούς τους. Τα έντομα της οικογένειας… … Dictionary of Greek